έλκηθρο

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από έλκυθρο)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλκηθρο τα έλκηθρα
      γενική του ελκήθρου
έλκηθρου
των ελκήθρων
    αιτιατική το έλκηθρο τα έλκηθρα
     κλητική έλκηθρο έλκηθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έλκηθρο < αρχαία ελληνική ἕλκηθρον < ἕλκω
έλκηθρο που σύρεται από σκυλιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈel.ci.θɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έλκηθρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]