βρομο-
(Ανακατεύθυνση από βρομό-)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρομο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομο- < βρόμ(α) + -ο- Για τη γραφή με όμικρον ή ωμέγα → δείτε τη λέξη βρομώ
Πρόθημα
[επεξεργασία]βρομο-, βρόμ- (ή βρομ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δίνει στο δεύτερο συνθετικό τον χαρακτηρισμό
- του βρόμικου
- της κακής οσμής
- για κακά λόγια, βωμολοχίες
- μειωτικό ή υβριστικό
- (επιτατικό) αρνητικής σημασίας
- και σε προφορικές περιστασιακές συνθέσεις
- ↪ Να! Αυτό το βρομόσφυρο φταίει που χτύπησα!
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παλιο- (για αρνητικές σημασίες)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βρομ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με βρωμο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]βρομο-, βρόμ- (ή βρομ- πριν από φωνήεν)
- όπως στα νέα ελληνικά βρομο-, προσδίει στο δεύτερο συνθετικό την ιδιότητα
- της βρομιάς
- βρομόπαππον (βρόμικο παπί), βρομόσκυλος
- της κακής οσμής
- (μειωτικό)
- (υβριστικό)
- (επιτατικό) αρνητικής σημασίας
- βρομοκατησχυμμένος (καταντροπιασμένος)
- της βρομιάς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παλιο- (για αρνητικές σημασίες)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιτατικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Προθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επιτατικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)