ετοιματζίδικο
(Ανακατεύθυνση από ετοιματζήδικο)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετοιματζίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ετοιματζίδικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετοιματζίδικο ουδέτερο
- μαγαζί που πουλάει έτοιμα πράγματα, πράγματα που δεν είναι κατασκευασμένα για τον συγκεκριμένο πελάτη
- (ειδικότερα) μαγαζί για:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετοιματζίδικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ετοιματζίδικο
- αιτιατική ενικού του ετοιματζίδικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ετοιματζίδικος