καναβουριά
(Ανακατεύθυνση από κανναβουριά)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καναβουριά | οι | καναβουριές |
γενική | της | καναβουριάς | των | καναβουριών |
αιτιατική | την | καναβουριά | τις | καναβουριές |
κλητική | καναβουριά | καναβουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καναβουριά < κανναβούρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καναβουριά, ή κανναβουριά θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κάνναβη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καναβουριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)