ουιγουρικά
(Ανακατεύθυνση από ουϊγκούρ)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ουιγουρικά | ||
γενική | των | ουιγουρικών | ||
αιτιατική | τα | ουιγουρικά | ||
κλητική | ουιγουρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουιγουρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό