Änderung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Änderung | die | Änderungen |
γενική | der | Änderung | der | Änderungen |
δοτική | der | Änderung | den | Änderungen |
αιτιατική | die | Änderung | die | Änderungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Änderung (de) θηλυκό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ändern