Äußerung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Äußerung | die | Äußerungen |
γενική | der | Äußerung | der | Äußerungen |
δοτική | der | Äußerung | den | Äußerungen |
αιτιατική | die | Äußerung | die | Äußerungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Äußerung (de) θηλυκό