à cheval

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιρρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

à cheval (fr)

  1. πάνω σε άλογο, έφιππος
  2. être à cheval (+ entre/sur): από δω κι από κει, πάνω σε, μεταξύ δύο τοποθεσιών
  3. être à cheval (+ sur/là-dessus ή, κάπως οικεία, avec/pour): είμαι πολύ απαιτητικός