çariçe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
çariçe < (άμεσο δάνειο) ρωσική царица (tsarítsa)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃɑɾiˈt͡ʃɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ça‐ri‐çe

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

çariçe (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]