çember

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃemˈbeɾ/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
çember < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چنبر (çenber)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

çember (tr)

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος; ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν συγκεκριμένη απόσταση από ένα άλλο σημείο
  2. (ενδυμασία) το τσεμπέρι; ονομασία που χρησιμοποιείται για μαντήλι το οποίο φοριέται στο κεφάλι
     συνώνυμα: başörtüsü, yazma, yemeni

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

çember (τουρκικά)

αλβανικά: çember
αρωμουνικά: cimber
βουλγαρικά: чембер
νέα ελληνικά: τσεμπέρι
σλαβομακεδονικά: чембер
ρουμανικά: cember, cimbir, cimber, ciumber, ciumbir, gimbir, gimber, giumber, giumbir
σερβοκροατικά: čember, чембер