çolak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Çolak

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
çolak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چولاق‎ (çolak)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃɔˈɫɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ço‐lak

Επίθετο

[επεξεργασία]

çolak (tr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]