échasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échasse échasses

échasse (fr) θηλυκό

  1. το ξυλοπόδαρο
  2. (βιολογία) ο ιμαντόπους