échauffement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
échauffement | échauffements |
échauffement (fr) αρσενικό
- η προθέρμανση
- (αθλητισμός) το ζέσταμα
ενικός | πληθυντικός |
échauffement | échauffements |
échauffement (fr) αρσενικό