échauffement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échauffement échauffements

échauffement (fr) αρσενικό

  1. η προθέρμανση
  2. (αθλητισμός) το ζέσταμα