échelon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
échelon < échelle

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échelon échelons

échelon (fr) αρσενικό

  1. το σκαλοπάτι μιας ξύλινης (ή μεταλλικής) σκάλας, το σκαλί
     συνώνυμα: barreau, degré, marche, enfléchure
  2. το κλιμάκιο (σε μια ιεραρχία)
     συνώνυμα: marchepied, niveau, palier, tremplin