écologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écologue écologues

écologue (fr)

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  écologie