écorce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écorce écorces

écorce (fr) θηλυκό

  1. ο φλοιός
  2. η φλούδα, η φλοίδα