écoute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écoute < écouter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écoute écoutes

écoute (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ο σκοπός, ο φρουρός
  2. η φρουρά
  3. η παρακολούθηση, η υποκλοπή
  4. η ακρόαση, το άκουσμα
  5. η σκότα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écoute < αρχαία σκανδιναβική skaut, κάτω γωνία του πανιού και, αργότερα, σχοινί που φεύγει από αυτή τη γωνία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écoute écoutes

écoute (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]