écroulement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
écroulement écroulements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écroulement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]