édifice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.di.fis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
édifice édifices

édifice (fr) αρσενικό