électivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
électivité électivités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

électivité (fr) θηλυκό