électoraliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
électoraliste | électoralistes |
Επίθετο
[επεξεργασία]électoraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που προσπαθεί, με δημαγωγικά μέσα, να έλξει όσο το δυνατό περισσότερες ψήφους, με όλα τα μέσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη électeur