émigrer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

émigrer (fr) θηλυκό

  1. μεταναστεύω, εξέρχομαι από τη χώρα, μισεύω, αποδημώ
  2. λέγεται επίσης για ζώα που εγκαταλείπουν περιοδικά ένα μέρος για να εγκατασταθούν αλλού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]