énigmatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.niɡ.ma.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
énigmatique | énigmatiques |
énigmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
énigmatique | énigmatiques |
énigmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό