énorme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.nɔʁm/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
énorme énormes

énorme (fr) αρσενικό ή θηλυκό