épée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
épée < παλαιά γαλλική espee

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pe/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épée épées

épée (fr) θηλυκό