épate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
épate épates

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

épate (fr) θηλυκό