éphémère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.fe.mɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éphémère éphémères

éphémère (fr) αρσενικό ή θηλυκό