épidémiologiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.de.mjɔ.lɔ.ʒist/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épidémiologiste épidémiologistes

épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό