épidémiologiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
épidémiologiste | épidémiologistes |
épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épidémiologiste | épidémiologistes |
épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό