épingle à nourrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
épingle à nourrice → δείτε τις λέξεις épingle και nourrice

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
épingle à nourrice épingles à nourrice

épingle à nourrice (fr) θηλυκό