éponge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éponge | éponges |
éponge (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- jeter l'éponge - τα παρατάω, εγκαταλείπω