épopée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pɔ.pe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épopée épopées

épopée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]