équipier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

équipier (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη équipe