érection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
érection érections

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

érection (fr) θηλυκό

  1. η στύση, η καύλα
  2. η ανέγερση