étêtement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
étêtement étêtements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

étêtement (fr) αρσενικό