éthylique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ti.lik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éthylique éthyliques

éthylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό