étiologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.tjɔ.lo.ʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
étiologique étiologiques

étiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό