étudiant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
étudiant < étudier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ty.djɑ̃/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό étudiant étudiants
θηλυκό étudiante étudiantes

étudiant (fr) αρσενικό

Le mouvement étudiant prend de l'ampleur. Το φοιτητικό κίνημα μεγαλώνει.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό étudiant étudiants
θηλυκό étudiante étudiantes

étudiant (fr) αρσενικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

étudiant (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  étudier