évangéliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
évangéliste | évangélistes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]évangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ευαγγελιστής - η ευαγγελίστρια
ενικός | πληθυντικός |
évangéliste | évangélistes |
évangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό