îlien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- îlien < île
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | îlien | îliens |
θηλυκό | îlienne | îliennes |
îlien (fr)
- νησιώτης
- (ειδικότερα) (Γαλλία) νησιώτης της Βρετάνης