örmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /œɾˈmɛc/

örmek (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (başına) çorap örmek: (κυριολεκτικά: (στο κεφάλι κάποιου) πλέκω κάλτσες) κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο