čas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

čas (sk) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
    • το χρονικό διάστημα
    • (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

čas (cs) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
    • το χρονικό διάστημα
    • (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα