đurđevak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʑuːrdʑevak/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

đurđevak (sh) (κυριλλική γραφή: ђурђевак) θηλυκό