ĝentileco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentileco | ĝentilecoj |
αιτιατική | ĝentilecon | ĝentilecojn |
ĝentileco (eo)
- η ευγένεια