ĝentlemano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡ʒen.tleˈma.no/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentlemano | ĝentlemanoj |
αιτιατική | ĝentlemanon | ĝentlemanojn |
ĝentlemano (eo)