œuvre d’art
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
œuvre d’art | œuvres d’art |
œuvre d’art (fr) θηλυκό
- το έργο τέχνης, το τεχνούργημα