şekersiz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
şekersiz < şeker + -siz

Επίθετο

[επεξεργασία]

şekersiz (tr)

  1. χωρίς ζάχαρη
    Şekersiz kolayı normalinden daha çok seviyorum. - Μου αρέσει η κόλα χωρίς ζάχαρη καλύτερα από την κανονική.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]