żółwica

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

żółwica (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη żółw