żelazny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
żelazny < żelazo

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

żelazny (pl)

  1. σιδερένιος, σιδηρούς
    • κατασκευασμένος από σίδερο
    • αναφερόμενος στο σίδηρο
    • που έχει χαρακτηριστικά του σιδήρου