Ακασσιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ακασσιάν < πατρωνυμικό, αρμενική ς προέλευσης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ακασσιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Ακασσιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο