Αλωπεκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλωπεκή | ||
γενική | της | Αλωπεκής | ||
αιτιατική | την | Αλωπεκή | ||
κλητική | Αλωπεκή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αλωπεκή < αρχαία ελληνική Ἀλωπεκή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.lo.peˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λω‐πε‐κή
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλωπεκή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αλωπεκή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Δήμοι της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Δήμοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)